- σηπομένης
- σήπωmake rottenpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαπρόφυτο — το, Ν 1. συν. στον πληθ. τα σαπρόφυτα βιολ. οργανισμοί που τρέφονται με την αποικοδόμηση νεκρής ή σηπόμενης οργανικής ύλης, όπως είναι πολλοί μύκητες, μεγάλος αριθμός βακτηριακών ειδών, λ.χ. βακτήρια τού εδάφους, και ορισμένα ανώτερα φυτά, λ.χ.… … Dictionary of Greek